φρενιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρενιάζω < μεσαιωνικό ρήμα φρενιάζω < αρχαία ελληνική φρένες

Ρήμα[επεξεργασία]

φρενιάζω

  • Φρένιασε η πρώην όταν τον είδε με τη δεύτερη γυναίκα του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]