φυσιάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσιάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]φυσιάω
- φυσάω δυνατά, βγάζω δυνατό ήχο φυσώντας
- έχω δύσπνοια, αναπνέω με δυσκολία, βαριανασαίνω, ασθμαίνω
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 248
- πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ | σπλάγχνον·
- το στήθος μου λαχάνιασε απ᾽ τους τόσους κόπους,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πολλοῖς δὲ μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ | σπλάγχνον·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 248
- φουσκώνω, κορδώνομαι, περηφανεύομαι
- (για φίδι) σφυρίζω, συρίζω
Παράγωγα
[επεξεργασία]μετοχές:
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- φυσιάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυσιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.