χιλιοστομετρημένο χαρτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιλιοστομετρημένο χαρτί < χιλιοστομετρημένος + χαρτί < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική papier millimétré
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
χιλιοστομετρημένο χαρτί ουδέτερο (σπάνιο) (παρωχημένο)
- το μιλιμετρέ χαρτί
- → δείτε τη λέξη μιλιμετρέ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιλιοστομετρημένο χαρτί
- → δείτε τις λέξεις χιλιοστομετρημένος και χαρτί