ψαίρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψαίρω < ομόρριζο των σχεδόν συνώνυμων και παράλληλων ρημάτων ψαύω, ψάω, ψώω, πιθανόν και ηχομιμητικό
Ρήμα[επεξεργασία]
ψαίρω
- (μεταβατικό) τρίβω σιγανά, κονιορτοποιώ
- (μεταβατικό) αγγίζω, ψηλαφώ
- (αμετάβατο) (για φύλλα) θροϊζω, κινούμαι απαλά
- (αμετάβατο) (για σφυγμό) πάλλομαι
- (αμετάβατο) (για άστρο) λαμπυρίζω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ψαίρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψαίρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.