ψαίρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψαίρω < ομόρριζο των σχεδόν συνώνυμων και παράλληλων ρημάτων ψαύω, ψάω, ψώω, πιθανόν και ηχομιμητικό

Ρήμα[επεξεργασία]

ψαίρω

  1. (μεταβατικό) τρίβω σιγανά, κονιορτοποιώ
  2. (μεταβατικό) αγγίζω, ψηλαφώ
  3. (αμετάβατο) (για φύλλα) θροϊζω, κινούμαι απαλά
  4. (αμετάβατο) (για σφυγμό) πάλλομαι
  5. (αμετάβατο) (για άστρο) λαμπυρίζω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]