ψιλοαλέθω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιλοαλέθω < ψιλο- + αλέθω

ψιλοαλέθω, αόρ.: ψιλοάλεσα, παθ.φωνή: ψιλοαλέθομαι, π.αόρ.: ψιλοαλέστηκα, μτχ.π.π.: ψιλοαλεσμένος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]