ψωμοτρώγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ψωμοτρώγω
- ζω εις βάρος κάποιου, του παίρνω το ψωμί του με τη μεταφορική έννοια
- (μεταφορικά) αγοράζω κάτι σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη χρημάτων κάποιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωμοτρώγω
|