ψωμοτρώγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψωμοτρώγω < ψωμί + τρώγω

Ρήμα[επεξεργασία]

ψωμοτρώγω

  1. ζω εις βάρος κάποιου, του παίρνω το ψωμί του με τη μεταφορική έννοια
  2. (μεταφορικά) αγοράζω κάτι σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη χρημάτων κάποιου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]