ωτοβύσματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ωτοβύσματα
      γενική των ωτοβυσμάτων
    αιτιατική τα ωτοβύσματα
     κλητική ωτοβύσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωτοβύσματα < ωτο- + βύσματα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωτοβύσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • ὠτοβύσματα

Πηγές[επεξεργασία]

  • ωτοβύσματαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]