мрак
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- мрак < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική мракъ («γνόφος»).[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
мрак (ru) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ М. Фасмер (1986). Этимологический словарь русского языка. В 4т. Т. 2 (Е — Муж). М.: Прогресс. σελ. 657, 668.