دستگاه
Εμφάνιση
Οθωμανικά τουρκικά (ota)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]دستگاه (dastgāh)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- تزگاه (tezgâh)
Περσικά (fa)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- دستگاه < دست (dast) + گاه (-gāh)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]دستگاه (fa) (dastgāh)
- μηχανή
- μηχανισμός
- συσκευή
- σύστημα
- (μουσική) τροπικό σύστημα της κλασικής περσικής μουσικής
- πάγκος πωλήσεων
- πάγκος εργασίας
- υγεία, δύναμη