ἀγώγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγώγι < ἀγώγιον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγώγιον[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγώγι ουδέτερο
- το αγώι
- μεταφορά με υποζύγιο
- κόμιστρο, αμοιβή για τα μεταφορικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀγωγιάζω
- ἀγωγιαστής
- ἀγωγιάτης
- ἀγωγός
- ἄγωμεν, ἄμετε, ἄμε
- κατάγωγο
- νεραγώγιον, νεραγωγή
- μισθαγώγημαν
- μισθαγωγός
- → και δείτε τις λέξεις ἄγω και ἀγωγή
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ.77, Τόμος Α΄ Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.