ἄρρενα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άρρενα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ἄρρενα

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ἄρρην
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (ἄρρεν) του ἄρρην

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ἄρρενα αρσενικό