άρρενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.re.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐ρε‐να
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άρρενα (λόγιο)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του άρρην
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (άρρεν) του άρρην
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
άρρενα αρσενικό