άρρενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄρρενος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.re.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐ρε‐νος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

άρρενος (λόγιο)

  1. γενική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του άρρην
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (άρρεν) του άρρην

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

άρρενος αρσενικό