ἐλλάμπω < (ἐν-) ἐλ- + λάμπω
ἐλλάμπω (παθητική φωνή : ἐλλάμπομαι )
λάμπω (ζωηρά )
※ πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καθαυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων . (Αρχίλοχος , Αποσπάσματα, 107, 1-2· πβ. Πλούταρχος , Ηθικά , Συμποσιακά Γʹ , ιʹ)
φωτίζω , λαμπρύνω , προκαλώ έλλαμψη
(μέσο ) ἐλλάμπομαι : δοξάζομαι , διακρίνομαι
ἐλλάμπω - ενεργητικοί τύποι
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐνέλαμπον
-
-
-
σύ
ἐνέλαμπες
-
-
-
οὖτος
ἐνέλαμπε
-
-
-
ἡμεῖς
ἐνελάμπομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐνελάμπετε
-
-
-
οὗτοι
ἐνέλαμπον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐλλάμψω
-
ἐλλάμψοιμι
-
σύ
ἐλλάμψεις
-
ἐλλάμψοις
-
οὗτος
ἐλλάμψει
-
ἐλλάμψοι
-
ἡμεῖς
ἐλλάμψομεν
-
ἐλλάμψοιμεν
-
ὑμεῖς
ἐλλάμψετε
-
ἐλλάμψοιτε
-
οὗτοι
ἐλλάμψουσι(ν)
-
ἐλλάμψοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐλλάμψειν
ἐλλάμψων
ἐλλάμψουσα
ἐλλάμψον
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐνέλαμψα
ἐλλάμψω
ἐλλάμψαιμι
-
σύ
ἐνέλαμψας
ἐλλάμψῃς
ἐλλάμψαις / ἐλλάμψειας
ἔλλαμψον
οὗτος
ἐνέλαμψε
ἐλλάμψῃ
ἐλλάμψαι / ἐλλάμψειεν
ἐλλαμψάτω
ἡμεῖς
ἐνελάμψαμεν
ἐλλάμψωμεν
ἐλλάμψαιμεν
-
ὑμεῖς
ἐνελάμψατε
ἐλλάμψητε
ἐλλάμψαιτε
ἐλλάμψατε
οὗτοι
ἐνέλαμψαν
ἐλλάμψωσι(ν)
ἐλλάμψαιεν / ἐλλάμψειαν
ἐλλαμψάντων / ἐλλαμψάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐλλάμψαι
ἐλλάμψας
ἐλλάμψασα
ἐλλάμψαν