ἐλλειπογνώμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐλλειπογνώμων < αρχαία ελληνική ἐλλείπ(ω) + -ο- + γνώμονες (δόντια αλόγου που φανερώνουν την ηλικία), πληθυντικός του γνώμων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐλλειπογνώμων, -ονος αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή , για άλογα) άλογο που δεν έχει δόντια (γνώμονες) απ' τα οποία μπορούμε να διαπιστώσουμε την ηλικία του
    σημείωση: κατά το Λεξικό Δημητράκου,[1] πηγή: χειρόγραφο, Εὔδημος, λεξικογράφος, 4ος αιώνας (Eudemus of Rhodes), για άλογα με ηλικία πάνω από τα τεσσεράμισι χρόνια.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «ἐλλειπογνώμων, -ονος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .