ἐνδομήτριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐνδομήτριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το ενδομήτριο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ἐνδομήτριον
- (καθαρεύουσα) ενδομήτριο, ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ενδομήτριος