ὀπαῖος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οπαίο

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀπαῖος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ὀπαῖος -α, -ον

  • αυτός, που διαθέτει μία τρύπα, ένα άνοιγμα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]