οπαίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οπαίο | τα | οπαία |
γενική | του | οπαίου | των | οπαίων |
αιτιατική | το | οπαίο | τα | οπαία |
κλητική | οπαίο | οπαία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπαίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀπαῖον < ουδέτερου του ὀπαῖος < ὀπή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπαίο ουδέτερο
- οπή στη στέγη των σπιτιών των αρχαίων απ' όπου έβγαινε ο καπνός της εστίας και φωτιζόταν το εσωτερικό
- οπή στο κλείστρο προβόλου όπλου, από την οποία μεταδίδεται η φωτιά στη γόμωση
- (ναυτικός όρος) → δείτε τη λέξη όπαιο τετράπλευρο άνοιγμα στο θωράκιο πλοίου
- τρύπα του τσιμπουκιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπαίο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)