-ήγορος
Εμφάνιση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ήγορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ήγορος < αρχαία ελληνική ἀγορ(ά)
Επίθημα
[επεξεργασία]-ήγορος & -ηγόρος
- δεύτερο συνθετικό λέξεων που δηλώνει ομιλία κατά τον τρόπο ή τη γλώσσα που ορίζει το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ήγορος στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ηγόρος στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -ήγορος < ἀγορεύω < ἀγορ(ά) με έκταση του αρκτικού ἀ- (συνθετική έκταση) + -ος
Επίθημα
[επεξεργασία]-ήγορος & -ηγόρος
- δεύτερο συνθετικό λέξεων που δηλώνει ομιλία κατά τον τρόπο που ορίζει το πρώτο συνθετικό
- ὑψήγορος (κομπορρήμων)
- ἐτυμηγόρος (που λέει την αλήθεια)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ήγορος στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ηγόρος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ήγορος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επιθήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)