Göttlich

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: göttlich

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Göttlich < göttlich (θεϊκός, θείος) < Gott + -lich

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɡœtlɪç/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Göttlich αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2].