Militarismus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Militarismus | die Militarismen |
γενική | des Militarismus | der Militarismen |
δοτική | dem Militarismus | den Militarismen |
αιτιατική | den Militarismus | die Militarismen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Militarismus (de) αρσενικό