Vermischen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: vermischen

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Vermischen
γενική des Vermischens
δοτική dem Vermischen
αιτιατική das Vermischen

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Vermischen < ουσιαστικοποίηση του ρήματος vermischen

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Vermischen (de) ουδέτερο