aŭdebleco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭdebleco | aŭdeblecoj |
αιτιατική | aŭdeblecon | aŭdeblecojn |
aŭdebleco (eo)
- ακουστικότητα, η δυνατότητα να ακουστεί κάτι
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- audebleco στο H-sistemo
- auxdebleco στο X-sistemo