accaparer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accaparer < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.pa.ʁe/
- accaparer
Ρήμα[επεξεργασία]
accaparer (fr) (μεταβατικό)