agitiĝo
(Ανακατεύθυνση από agitigxo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agitiĝo | agitiĝoj |
αιτιατική | agitiĝon | agitiĝojn |
agitiĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agitiĝo | agitiĝoj |
αιτιατική | agitiĝon | agitiĝojn |
agitiĝo (eo)