aile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aile | ailes |
aile (fr) θηλυκό
Τουρκικά (tr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aile (tr)
- η οικογένεια
- η γυναίκα, η σύζυγος