ajusté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ajusté | ajustés |
θηλυκό | ajustée | ajustées |
ajusté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ajusté | ajustés |
θηλυκό | ajustée | ajustées |
ajusté (fr)