akcesoraĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akcesoraĵo | akcesoraĵoj |
αιτιατική | akcesoraĵon | akcesoraĵojn |
akcesoraĵo (eo)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- akcesorajho στο H-sistemo
- akcesorajxo στο X-sistemo