akuŝlito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuŝlito | akuŝlitoj |
αιτιατική | akuŝliton | akuŝlitojn |
akuŝlito (eo)