Μετάβαση στο περιεχόμενο

align

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας align
γ΄ ενικό ενεστώτα aligns
αόριστος aligned
παθητική μετοχή aligned
ενεργητική μετοχή aligning

align (en)

  1. ευθυγραμμίζω
      Align yourselves one behind the other.
    Ευθυγραμμιστείτε ο ένας πίσω από τον άλλο.
     συνώνυμα: line up
  2. (μεταφορικά) ευθυγραμμίζω
      In the end, they aligned themselves with us.
    Τελικά ευθυγραμμίστηκαν μαζί μας.
      They aligned their prices with ours.
    Ευθυγράμμισαν τις τιμές τους με της δικές μας.
     συνώνυμα: fall in line

Σύνθετα

[επεξεργασία]