fall in line
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
fall in line (en)
- (ιδιωματισμός) ευθυγραμμίζομαι, συμπεριφέρομαι ή ενεργώ όπως κάποιος άλλος
fall in line (en)