allodial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
allodial | allodiaux |
allodial (fr) αρσενικό
- (κατά τη φεουδαρχία)
- κάτοχος ενός χωραφιού που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους
- ιδιοκτησία που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | allodial | allodiaux |
θηλυκό | allodiale | allodiales |
allodial (fr)
- (κατά τη φεουδαρχία, σχετικά με ένα χωράφι) που δεν υπόκειται σε ηγεμονικά δικαιώματα ή φόρους