Μετάβαση στο περιεχόμενο

amaigrissant

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
amaigrissant < amaigrir

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό amaigrissant amaigrissants
θηλυκό amaigrissante amaigrissantes

amaigrissant (fr)

  1. που προκαλεί αδυνάτισμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
amaigrissant amaigrissants

amaigrissant (fr) αρσενικό

  1. φάρμακο που προκαλεί το αδυνάτισμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]