amaigrissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amaigrissant < amaigrir
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amaigrissant | amaigrissants |
θηλυκό | amaigrissante | amaigrissantes |
amaigrissant (fr)
- που προκαλεί αδυνάτισμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amaigrissant | amaigrissants |
amaigrissant (fr) αρσενικό
- φάρμακο που προκαλεί το αδυνάτισμα