Μετάβαση στο περιεχόμενο

amarre

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
amarre amarres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amarre (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]