amiral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amiral | amiraux |
θηλυκό | amirale | amirales |
amiral (fr) αρσενικό
- ο ναύαρχος
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amiral | amiraux |
θηλυκό | amirale | amirales |
amiral (fr)
- vaisseau amiral : η ναυαρχίδα