Μετάβαση στο περιεχόμενο

ναύαρχος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναύαρχος οι ναύαρχοι
      γενική του ναύαρχου
& ναυάρχου
των ναύαρχων
& ναυάρχων
    αιτιατική τον ναύαρχο τους ναύαρχους
& ναυάρχους
     κλητική ναύαρχε ναύαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ναύαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναύαρχος < ναῦς + -αρχος ἄρχω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈna.vaɾ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναύαρχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ναύαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, στρατιωτικός βαθμός) ο ανώτατος βαθμός στο Πολεμικό Ναυτικό
  2. τιμητική προσφώνηση για ανώτατους αξιωματικούς του ναυτικού με τον βαθμό του υποναυάρχου και του αντιναυάρχου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναύαρχος οἱ ναύαρχοι
      γενική τοῦ ναυάρχου τῶν ναυάρχων
      δοτική τῷ ναυάρχ τοῖς ναυάρχοις
    αιτιατική τὸν ναύαρχον τοὺς ναυάρχους
     κλητική ! ναύαρχε ναύαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυάρχω
γεν-δοτ τοῖν  ναυάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ναύαρχος < (ναῦς) ναυ- + -αρχος ἄρχω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ναύαρχος αρσενικό

  • (ναυτικός όρος) αρχηγός στόλου
    5ος αιώνας πκε  Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 100.3
    τὰς δὲ νέας οἱ ναύαρχοι ἀναγαγόντες ὅσον τε τέσσερα πλέθρα ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ ἀνεκώχευον,
    Και οι πλοίαρχοι είχαν βγάλει στ᾽ ανοιχτά τα καράβια τους, τέσσερα περίπου πλέθρα απ᾽ το γιαλό, και τα κρατούσαν στις άγκυρες,
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 23.1
    Ἀστύοχος δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ναύαρχος τέσσαρσι ναυσίν, ὥσπερ ὥρμητο, πλέων ἐκ τῶν Κεγχρειῶν ἀφικνεῖται ἐς Χίον.
    Στο μεταξύ ο Λακεδαιμόνιος ναύαρχος Αστύοχος, με τα τέσσερα καράβια που είχε, έφτασε από τις Κεχριές στην Χίο.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
    άλλες μορφές: ναυάρχης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις ναῦς και ἄρχω