ναύαρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ναύαρχος | οι | ναύαρχοι |
γενική | του | ναύαρχου & ναυάρχου |
των | ναύαρχων & ναυάρχων |
αιτιατική | τον | ναύαρχο | τους | ναύαρχους & ναυάρχους |
κλητική | ναύαρχε | ναύαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναύαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναύαρχος < ναῦς + -αρχος ἄρχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈna.vaɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ναύ‐αρ‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναύαρχος αρσενικό ή θηλυκό
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός βαθμός) ο ανώτατος βαθμός στο Πολεμικό Ναυτικό
- τιμητική προσφώνηση για ανώτατους αξιωματικούς του ναυτικού με τον βαθμό του υποναυάρχου και του αντιναυάρχου
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναύαρχος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ναύαρχος | οἱ | ναύαρχοι |
γενική | τοῦ | ναυάρχου | τῶν | ναυάρχων |
δοτική | τῷ | ναυάρχῳ | τοῖς | ναυάρχοις |
αιτιατική | τὸν | ναύαρχον | τοὺς | ναυάρχους |
κλητική ὦ! | ναύαρχε | ναύαρχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυάρχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ναυάρχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναύαρχος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) αρχηγός στόλου
- άλλες μορφές: ναυάρχης
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ναῦς και ἄρχω
Πηγές[επεξεργασία]
- ναύαρχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναύαρχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αρχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί βαθμοί (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)