Μετάβαση στο περιεχόμενο

ample

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

ample (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ample amples

ample (fr) αρσενικό ή θηλυκό