amusie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- amusie < αρχαία ελληνική ἀμουσία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
amusie | amusies |
amusie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) απώλεια της ικανότητας που έχει κάποιος να τραγουδάει, να παίζει ή να αναγνωρίζει μια μελωδία
- (κατ’ επέκταση) απουσία μουσικών ικανοτήτων