anesthetise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | anesthetise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | anesthetises |
αόριστος | anesthetised |
παθητική μετοχή | anesthetised |
ενεργητική μετοχή | anesthetising |
Ρήμα[επεξεργασία]
anesthetise (en)
- (βρετανική γραφή) αναισθητοποιώ, ναρκώνω
- ↪ The patient will be anesthetised.
- Ο ασθενής θα ναρκωθεί.
- (αμερικανική γραφή): anesthetize
- ≈ συνώνυμα: drug
- ↪ The patient will be anesthetised.