Μετάβαση στο περιεχόμενο

anyway

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anyway < any + way

Επίρρημα

[επεξεργασία]

anyway (en)

  1. έτσι κι αλλιώς, χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάτι για να υποστηρίξει μια ιδέα ή επιχείρημα
      It’s too expensive and anyway the color doesn’t suit you.
    Είναι πολύ ακριβό, και έτσι κι αλλιώς το χρώμα δεν σου ταιριάζει.
      It’s too late now, anyway.
    Είναι πολύ αργά τώρα, έτσι κι αλλιώς.
     συνώνυμα: either way,  και δείτε τη λέξη regardless
  2. πάντως, έτσι κι αλλιώς, με οποιοδήποτε τρόπο, όποια και αν είναι η κατάσταση, ό,τι και αν γίνει
      I disagree anyway.
    Εγώ πάντως διαφωνώ.
      I am not coming anyway.
    Εγώ πάντως δεν έρχομαι.
      I will stay in tonight anyway, so…
    Έτσι κι αλλιώς εγώ θα μείνω μέσα απόψε, λοιπόν…
      I’m afraid we can’t come, but thanks for the invitation anyway.
    Φοβάμαι πως δεν μπορούμε να έρθουμε, αλλά ευχαριστούμε για την πρόσκληση έτσι κι αλλιώς.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη regardless
  3. τέλος πάντων, εν πάση περιπτώσει, για να δηλώσει αλλαγή θέματος
      Although I don’t agree, anyway, so be it.
    Αν και δεν συμφωνώ, τέλος πάντων, ας γίνει έτσι.
      So, anyway, back to what I was saying.
    Λοιπόν, τέλος πάντων, πίσω σε αυτό που έλεγα.
  4. πάντως, χρησιμοποιείται για να διορθώσει ή να αλλάξει ελαφρά αυτό που είπα
      You behaved correctly anyway.
    Εσείς πάντως φερθήκατε σωστά.
      I reminded you about it, anyway.
    Εγώ πάντως σας το θύμισα.
      I think she’s right. I hope so, anyway.
    Νομίζω ότι έχει δίκιο. Ελπίζω, πάντως.
     συνώνυμα: at least

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]