anyway
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
anyway (en)
- πάντως (χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει μια θέση που εκφράστηκε προηγουμένως)
- I think we can trust him. He hasn't done anything wrong, anyway.
- με οποιοδήποτε τρόπο
- I'll try to help in anyway I can.
- έτσι κι αλλιώς
- I don't have much time, but I'll do it anyway.
- ≈ συνώνυμα: regardless, anyhow
- I don't have much time, but I'll do it anyway.
- τέλος πάντων, εν πάση περιπτώσει (για να δηλώσει αλλαγή θέματος)
- The restaurant wasn't any good, was it? Anyway, shall we go to the movies?