anyway
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
anyway (en)
- πάντως (χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει μια θέση που εκφράστηκε προηγουμένως)
- I think we can trust him. He hasn't done anything wrong, anyway.
- με οποιοδήποτε τρόπο
- I'll try to help in anyway I can.
- οπωσδήποτε, έτσι κι αλλιώς
- ↪ Anyway, you can try.
- Οπωσδήποτε μπορείτε να δοκιμάσετε.
- ↪ I will stay in tonight anyway, so…
- Έτσι κι αλλιώς εγώ θα μείνω μέσα απόψε, λοιπόν…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη regardless
- ↪ Anyway, you can try.
- τέλος πάντων, εν πάση περιπτώσει (για να δηλώσει αλλαγή θέματος)
- The restaurant wasn't any good, was it? Anyway, shall we go to the movies?
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340-341, 629. ISBN 9780194325684., λήμμα: έτσι, οπωσδήποτε