appendice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
appendice < λατινική appendix

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pɛ̃.dis/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
appendice appendices

appendice (fr) αρσενικό

  1. (ανατομία) η σκωληκοειδής απόφυση
  2. το παράρτημα