aréole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aréole < λατινική areola, υποκοριστικό του area (επιφάνεια)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aréole | aréoles |
aréole (fr) θηλυκό
- η άλως (4ος ορισμός)