άλως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άλως | ||
γενική | της | άλω | ||
αιτιατική | την | άλω | ||
κλητική | άλω | |||
Η αρχαία ἅλως είχε πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «άλως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅλως (φωτεινός δακτύλιος αστέρα ή πλανήτη)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άλως θηλυκό
- (αστρονομία) ο φωτεινός περίγυρος της σελήνης και του ήλιου
- (θρησκεία) το φωτοστέφανο των αγίων
- (ιατρική)
- ο εξωτερικός κύκλος του βολβού του ματιού
- ο κύκλος που περιβάλλει τη θηλή του γυναικείου μαστού
- (μετεωρολογία) το φαινόμενο που προκαλείται από τη διάθλαση και ανάκλαση του ηλιακού ή σεληνιακού φωτός πάνω στους παγοκρυστάλλους των νεφών
- (φωτογραφία) φωτεινοί δίσκοι από ανάκλαση από μια δυνατή φωτεινή πηγή που παρατηρούνται σε φωτογραφίες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- άλως στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- άλως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άλως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άλως - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άλως' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Φωτογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)