artemisia
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- artemisia < αρχαία ελληνική Αρτεμισία, αρχαία βασίλισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]artemisia (it)
- (φυτό) αρτεμισία, γένος φυτών
- (αρωματοποιία) τα φύλλα της χρησιμοποιούνται στην παρασκευή αρωμάτων
- (γαστρονομία) χρησιμοποιείται για να αρωματίσει το ποτό βερμούτ, την μπύρα και το κρασί
- (ιατρική) χρησιμοποιείται σαν βότανο ή συστατικό βοτάνων
- (γαστρονομία) στη γαλλική κουζίνα, χρησιμοποιείται σαν αρωματικό μπαχαρικό