ashamed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | ashamed |
συγκριτικός | more ashamed |
υπερθετικός | most ashamed |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ashamed < παλαιοαγγλικά: āscamod, μετοχή του ρήματος āscamian ‘feel shame’ < ā- (σαν ενισχυτικό πρόθημα) + αγγλικό ρήμα shame
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ashamed (en)
- ντροπιασμένος
- ↪ He looked ashamed.
- Φαινόταν ντροπιασμένος.
- ↪ She ought to be ashamed of herself.
- Θα 'πρεπε να ντρέπεται.
- ↪ He looked ashamed.