ashamed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός ashamed
συγκριτικός more ashamed
υπερθετικός most ashamed

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ashamed < παλαιοαγγλικά: āscamod, μετοχή του ρήματος āscamian ‘feel shame’ < ā- (σαν ενισχυτικό πρόθημα) + αγγλικό ρήμα shame

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /əˈʃeɪmd/

Επίθετο[επεξεργασία]

ashamed (en)

  • ντροπιασμένος
    He looked ashamed.
    Φαινόταν ντροπιασμένος.
    She ought to be ashamed of herself.
    Θα 'πρεπε να ντρέπεται.

Πηγές[επεξεργασία]