aspirateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aspirateur < aspirer

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.spi.ʁa.tœʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό aspirateur aspirateurs
θηλυκό aspiratrice aspiratrices

aspirateur (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aspirateur aspirateurs

aspirateur (fr) αρσενικό

  1. η ηλεκτρική σκούπα
  2. ο απορροφητήρας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • aspirateur στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια