assaut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
assaut < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.so/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
assaut assauts

assaut (fr) αρσενικό