assaut
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- assaut < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
assaut | assauts |
assaut (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
assaut | assauts |
assaut (fr) αρσενικό