atypical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | atypical |
συγκριτικός | more atypical |
υπερθετικός | most atypical |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
atypical (en)
- άτυπος, που δεν είναι τυπικό ή συνηθισμένο