atypical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός atypical
συγκριτικός more atypical
υπερθετικός most atypical

Ετυμολογία [επεξεργασία]

atypical < a- + typical

Επίθετο[επεξεργασία]

atypical (en)

  • άτυπος, που δεν είναι τυπικό ή συνηθισμένο
    atypical form of a disease - άτυπη μορφή μιας νόσου
    atypical cells - άτυπα κύτταρα
     αντώνυμα: typical

Πηγές[επεξεργασία]