auditorat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
auditorat | auditorats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
auditorat (fr) αρσενικό
- η λειτουργία του ελεγκτή (σε βιομηχανία, λογιστικό γραφείο, συμβούλιο της επικρατείας, κ.α.)