aval
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aval | avals |
aval (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aval | avals |
aval (fr) αρσενικό
- η τριτεγγύηση
- (μεταφορικά) η υποστήριξη, η συγκατάθεση, η έγκριση